- αθεσμοσύνη
- ἀθεσμοσύνη, η (Α) [ἄθεσμος]παρανομία, αδικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άθεσμος — ἄθεσμος, ον (AM) ο εκτός ηθικής τάξεως, αθέμιτος, παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θεσμός. ΠΑΡ. ἀθεσμόβιος, ἀθεσμοπραγία, ἀθεσμοσύνη] … Dictionary of Greek